-
1 издание
издание с (действие, тж. изданное) η έκδοση; η εκτύπωση η δημοσίευση (опубликование) второе \издание (книги) η δεύτερη έκδοση ( βιβλίου)* * *с(действие, тж. изданное) η έκδοση; η εκτύπωση; η δημοσίευση ( опубликование)второ́е изда́ние (кни́ги) — η δεύτερη έκδοση (βιβλίου)
-
2 книжный
-
3 переплёт
переплёт м το δέσιμο (του βιβλίου)· το εξώφυλλο (обложка)' в \переплёте δεμένος· без \переплёта άδετος* * *мτο δέσιμο (του βιβλίου); το εξώφυλλο ( обложка) -
4 суперобложка
-
5 тираж
-
6 кийжный
кийжн||ыйприл τοῦ βιβλίου:\кийжный шкаф ἡ βιβλιοθήκη· \кийжныйая полка ἡ ράφι γιά βιβλία· \кийжный магазин τό βιβλιοπωλείο· \кийжныйая торговля τό ἐμπόριο βιβλίων ◊ Книжная палата ὁ οίκος τοῦ βιβλίου· \кийжный червь ὁ βιβλιοσκώληξ, ἡ βιβλιόφθειρα. -
7 иллюстратор
ο εικονογράφος (βιβλίου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > иллюстратор
-
8 раздел
1. (деление на части) η διανομή, η κατανομή, το μοίρασμα, η μοιρασιά, η διαίρεση 2. (часть целого) το τμήμα- науки ο τομέας της επιστήμης, ο κλάδος της επιστήμης- текста книги το κεφάλαιο, το χωρίο (του κειμένουτου βιβλίου) Заграница между чём-л.) τα σύνοραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раздел
-
9 редактировать
1. (проверять) συντάσσω, επιμελούμαι, ελέγχω και διορθώνω 2. (руководить изданием) διευθύνω τη σύνταξη (περιοδικού, βιβλίου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > редактировать
-
10 суперобложка
το (προστατευτικό) εξώφυλλο (του βιβλίου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > суперобложка
-
11 фолиант
το μεγάλο σχήμα έκδοσης βιβλίου (άνω των 30 εκατοστόμετρων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фолиант
-
12 фронтиспис
1. арх. η κύρια πρόσοψη (της οικοδομής) 2. полигр. η προμετωπίδα (του βιβλίου)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фронтиспис
-
13 шмуцтитул
(полигр) о (αριθμημένος) ψευδότιτλος, το πρώτο (λευκό) φύλλο του βιβλίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шмуцтитул
-
14 выборка
выборк||аж1. (действие) ἡ ἐκλογή, τό διάλεγμα:на \выборкау κατ' ἐκλογήν2. (выписка) τό ἀπόσπασμα, ἡ ἀποδελτίωση (βιβλίου), ἡ περικοπή:делать \выборкаи διαλέγω ἀποσπάσματα, ἀντιγράφω κομμάτια. -
15 выписка
выпискаж1. (из книг, документов) τό ἀπόσπασμα, ἡ περικοπή (συγγράμματος, βιβλίου κ.λ.π.)/ канц. τό ἀπόσπασμα, τό ἀντίγραφον:\выписка из метрической книги τό ἀντίγραφον μητρώου γεννήσεως·2. (газет, журналов) ἡ συνδρομή·3. (из больницы и т. п.) τό ἐξιτήριο[ν], ἡ ἀπόλυση. -
16 доля
дол||яж I. (часть) τό μερίδιο[ν], τό μέρος, τό μερτικό, ἡ μερίδα [-ίς], ἡ δόση[-ις]:пятая \доля τό ἕνα πέμπτο· на мою \доляЮ пришлось сто рублей στό μερτικό μου Επεσαν ἐκατό ρούβλια· делить на \доляи χωρίζω σέ μερίδια· книга в четвертую \доляю листа τό σχήμα τέταρτον (βιβλίου)· \доля истины ἡ δόση ἀληθείας· \доля здравого смысла μιά σταγόνα λογικό·2. анат., бот. ὁ λοβός·3. (участь) ἡ τύχη, ἡ μοίρα:счастливая \доля ἡ καλή μοίρα· выпасть на \доляю ήταν τῆς τύχης, μοῦ ἐλαχε; на нашу \доляю выпала честь μας ἔλαχε ἡ τιμή· ◊ львиная \доля ἡ μερίδα τοῦ λέοντος· входить в \доляю с кем-л. συνεταιρίζομαι μέ κάποιον. -
17 достоинство
досто́инств||ос1. (уважение к себе) ἡ ἀξιοπρέπεια:чу́вство собственного \достоинствоа ὁ αὐτοσεβασμός, ἡ ἀξιοπρέπεια·2. (положительное качество) ἡ ἀξία, ἡ ἀρετή, τό προτέρημα, τό προσόν, τό πλεονέκτημα:\достоинство· книги ἡ ἀξἰα (или τά προτερήματα) τοῦ βιβλίου· у него много достоинств ἔχει πολλά προσόντα· оценить по \достоинствоу ἐκτιμώ κατ· ἀξίαν'3. (стоимость денежного знака) ἡ ἀξία:облигации \достоинствоом в 50 рублей ὁμολογίες ἀξίας πενήντα ρουβλίων. -
18 затягивать
затягива||тьнесов1. (туго стягивать) σφίγγω, δένω σφιχτά / мор. τεντώνω·2. (засасывать \затягивать о болоте) τραβώ, ρουφώ·3. (покрывать, подернуть легким слоем) καλύπτω, σκεπάζω:ту́чи \затягиватьют небо τά σύννεφα σκεπάζουν τόν οὐρανό·4. (задерживать) καθυστερώ, (παρα)τραβῶ, παρατείνω:\затягивать дело (παρα)τραβώ μιάν ὑπόθεση· \затягивать издание книги καθυστερώ τήν ἔκδοση τοῦ βιβλίου· ◊ \затягивать песню ἀρχίζω τραγούδι. -
19 колонтитул
колон||ти́тулм полигр. ὁ μεταφερόμενος τίτλος, ὁ τίτλος βιβλίου ἐπαναλαμβανόμενος σέ κάθε σελίδα. -
20 корешок
корешокм1. ἡ ρίζα·2. (книги и т. ἡ) ἡ ράχη τοῦ βιβλίου·3. (квитанционной книжки) τό στέλεχος.
См. также в других словарях:
βιβλίου — βιβλίον strip of neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκδότης — Οποιοσδήποτε αναλαμβάνει να κάνει γνωστό ένα ανέκδοτο έργο ή να παρουσιάσει –αναθεωρημένο ή επιμελημένο ξανά– ένα κείμενο ήδη γνωστό. Η σύγχρονη σημασία της έκδοσης, ως συνόλου αντιτύπων του ίδιου έργου, συνδέεται με την εφεύρεση της τυπογραφίας … Dictionary of Greek
κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Δευτερονόμιο — Το πέμπτο βιβλίο της Πεντατεύχου, το οποίο οι Εβραίοι ονομάζουν Έλλε Χαντεβαρίμ (= αυτοί οι λόγοι). Σύμφωνα με τη βιβλική αφήγηση (Βασιλειών Δ’, 22,8 κ.ε.), το Δ. ανακαλύφθηκε στον Ναό από τον ιερέα Χελκία, ο οποίος έπεισε τον βασιλιά Ιωσία να… … Dictionary of Greek
βιβλιοδεσία — Σύνολο εργασιών με τις οποίες συναρμολογείται σε τόμο ένα βιβλίο με τη συρραφή ορισμένου αριθμού τυπογραφικών φύλλων και την επικόλληση εξωτερικού περιβλήματος. Στην καθημερινή ομιλία, o όρος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει μόνο το… … Dictionary of Greek
κεφαλίδα — η (ΑΜ κεφαλίς, ίδος) μικρό κεφάλι, κεφαλάκι («κεφαλίδας ἥλων», Αθήν.) νεοελλ. 1. ο τίτλος εντύπου ή κεφαλαίου ο οποίος σε μερικά βιβλία αναγράφεται στην κορυφή κάθε σελίδας 2. ρητό ή απόφθεγμα που προτάσσεται σε βιβλίο ή σε κεφάλαιο βιβλίου,… … Dictionary of Greek
προμετωπίδα — Βιβλιογραφικός όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την πρώτη τυπωμένη σελίδα ενός βιβλίου, η οποία περιέχει το όνομα του συγγραφέα, τον τίτλο και συνήθως και τον εκδότη. Τα πρώτα έντυπα βιβλία δεν είχαν π. με τη σύγχρονη σημασία της λέξης· … Dictionary of Greek
Αποκάλυψις του Ιωάννη — Τίτλος του μοναδικού προφητικού βιβλίου στην Καινή Διαθήκη που βρίσκεται τελευταίο στη σειρά από όλα τα άλλα βιβλία της. Συγγραφέας της είναι o απόστολος και ευαγγελιστής Ιωάννης, που έχει γράψει το τέταρτο Ευαγγέλιο και τις τρεις καθολικές… … Dictionary of Greek
Εσθήρ — I (5ος αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Αποτελεί το κεντρικό πρόσωπο πολλών εθνικοθρησκευτικών ιουδαϊκών παραδόσεων. Ζούσε στην Περσία μαζί με όσους ομόθρησκούς της δεν επωφελήθηκαν από το διάταγμα του Κύρου για να γυρίσουν στην πατρίδα τους μετά τη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek